- βροτοφθόρος
- βροτοφθόρος, -ον (Α)1. εκείνος που καταστρέφει τους ανθρώπους2. φρ. «σκῡλα βροτοφθόρα» — λάφυρα από σκοτωμένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -φθόρος < φθείρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροτοφθόρος — man destroying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρον — βροτοφθόρος man destroying masc/fem acc sg βροτοφθόρος man destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρα — βροτοφθόρος man destroying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρε — βροτοφθόρος man destroying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρους — βροτοφθόρος man destroying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρων — βροτοφθόρος man destroying masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek